διωθῶ

διωθῶ
διωθέω
push asunder
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διωθέω
push asunder
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
διωθέω
push asunder
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διωθέω
push asunder
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διωθώ — (AM διωθῶ, έω) [ωθώ] ωθώ μέσα από κάτι ή αυτούς που βρίσκονται κι απ τις δύο πλευρές αρχ. 1. ωθώ χωριστά, αποσπώ 2. σταματώ, φράζω 3. απωθώ, αποκρούω 4. απορρίπτω 5. αρνούμαι 6. μέσ. ανοίγω δρόμο για δική μου εξυπηρέτηση …   Dictionary of Greek

  • διώθηση — η (AM διώθησις Α και διωθισμός, ο) [διωθώ] ώθηση μέσα από κάτι νεοελλ. ώθηση προς τα εμπρός, προώθηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”